- κνίδωση
- Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή διάχυτο, ενώ μπορεί επίσης να συνοδεύεται από πυρετική κίνηση και γαστρεντερικές διαταραχές. Η κ. οφείλεται σε τοπική απελευθέρωση ουσιών, παρόμοιων με την ισταμίνη, με επακόλουθο σχηματισμό οιδήματος, εξαιτίας φυσικών ερεθισμάτων (μηχανικοί παράγοντες, κρύο, ζέστη, φως) ή επίδρασης εξωγενών (φυτικές, ζωικές, χημικές, τροφές, φάρμακα) ενδογενών ουσιών ή και συναισθηματικών καταστάσεων. Η κ. εμφανίζεται, συχνότερα, με αλλεργικές εκδηλώσεις του δέρματος. Η συμπτωματική και παθογενετική θεραπευτική αγωγή βασίζεται στη χορήγηση αδρεναλίνης, κορτικοειδών και αντισταμινικών. Η αιτιολογική πρέπει να στρέφεται προς την αντιμετώπιση της αλλεργικής κατάστασης και την απομάκρυνση του κνιδωτικού παράγοντος. Ξεχωριστά αναφέρεται η υπέρχρους κ., νόσος άγνωστης αιτιολογίας που χαρακτηρίζεται από εξάνθημα κνιδωτικού τύπου το οποίο οφείλεται σε διήθηση του δέρματος από ιστιοκύτταρα. Η κ. λέγεται και ουρτικάρια.
* * *η (Α κνίδωσις)ο ερεθισμός τού δέρματος που προκαλείται από την επαφή με κνίδηνεοελλ.ιατρ. οξεία ή χρόνια αλλεργική αντίδραση τού δέρματος, η οποία χαρακτηρίζεται από την αιφνίδια εμφάνιση ελαφρά επηρμένων λείων πλακών, χρώματος συνήθως ερυθρότερου ή ωχρότερου από το γύρω δέρμα, που συνοδεύονται από έντονο κνησμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνίδη «τσουκνίδα», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *κνιδόω / ῶ].
Dictionary of Greek. 2013.